- τούλι
- το тюль
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τούλι — το (λ. γαλλ.), μπαμπακερό ή μεταξωτό ύφασμα πολύ λεπτό: Τούλι για μπομπονιέρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τούλι — το, Ν ελαφρό και διάφανο βαμβακερό ή μεταξωτό ύφασμα που χρησιμοποιείται στη μοδιστρική, στη βιομηχανία έτοιμων ενδυμάτων και στην κατασκευή μεταξωτών, συνήθως, κοσκίνων τής αλευροποιίας λόγω τής ιδιότητάς του να διατηρεί κανονικότατα διαστήματα… … Dictionary of Greek
Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… … Dictionary of Greek
τούλινος — η, ο, Ν κατασκευασμένος από τούλι («τούλινες μπομπονιέρες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τούλι + κατάλ. ινος (πρβλ. πάν ινος)] … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
βέλο — Κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 3.041 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται ανατολικά του Κιάτου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * το λεπτό αραχνοΰφαντο ύφασμα, κρέπι, τούλι (α. «το βέλος της νύφης» το πέπλο β. «καπέλλο με το βέλο»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
τουλπάνι — και τουλουπάνι και τουλμπάνι, το, Ν 1. λεπτό και αραιά υφασμένο ύφασμα, από το οποίο γίνονται γυναικεία μαντίλια για το κεφάλι, τούλι 2. κομμάτι από παρόμοιο ύφασμα που χρησιμοποιείται ως λεπτό σουρωτήρι για υγρά 3. μαντίλι, κεφαλόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
αφροκαλλίστη — (aphrocalliste). Γένος υαλοσπόγγων της οικογένειας των αφροκαλλιστιδών. Ζουν σχεδόν σε όλες τις θάλασσες και σε μεγάλα βάθη (πάνω από 200 μ.). Ο σκελετός τους αποτελείται από τριαξονικές πυριτικές βελόνες, που σχηματίζουν δίχτυ, όμοιο με το τούλι … Dictionary of Greek
Λιμουζέν — (Limousin). Διοικητική περιφέρεια (16.942 τ. χλμ., 710.939 κάτ. το 1999) της Γαλλίας με πρωτεύουσα τη Λιμόζ (βλ. λ.). Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του Κεντρικού Ορεινού Όγκου και περιλαμβάνει τους νομούς Άνω Βιέν (Haute Vienne), Κορέζ… … Dictionary of Greek
Λιμπόπο — (Limpopo). Ποταμός (1.770 χλμ.) της νοτιοανατολικής Αφρικής. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές της οροσειράς Βιτβάτερσραντ –κοντά στο Γιοχάνεσμπουργκ– και εκβάλλει στον Ινδικό ωκεανό. Διαγράφει έναν μεγάλο κύκλο γύρω από το υψίπεδο του Τράνσβααλ… … Dictionary of Greek
γάζα — η 1. αραιοϋφασμένο διάφανο ύφασμα, τούλι. 2. αποστειρωμένη υφασμάτινη ταινία που χρησιμεύει στην επίδεση τραυμάτων: Έδεσε το τραύμα με γάζες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)